συμπλήρωσις

συμπλήρωσις
συμπλήρωσις
completion
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπληρώσει — συμπλήρωσις completion fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμπληρώσεϊ , συμπλήρωσις completion fem dat sg (epic) συμπλήρωσις completion fem dat sg (attic ionic) συμπληρόω help to fill aor subj act 3rd sg (epic) συμπληρόω help to fill fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρώσεις — συμπλήρωσις completion fem nom/voc pl (attic epic) συμπλήρωσις completion fem nom/acc pl (attic) συμπληρόω help to fill aor subj act 2nd sg (epic) συμπληρόω help to fill fut ind act 2nd sg συμπληρόω help to fill aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρώσεσι — συμπλήρωσις completion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρώσεσιν — συμπλήρωσις completion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλήρωσιν — συμπλήρωσις completion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • συμπλήρωση — η / συμπλήρωσις, ώσεως ΝΜΑ [συμπληρῶ, ώνω] η ολοκλήρωση, η περάτωση (α. «η συμπλήρωση τού έργου του» β. «η συμπλήρωση τών νέων οικονομικών μέτρων» γ. «ὁ Πατήρ... οὐδὲν εἰς συμπλήρωσιν τῆς ἑαυτοῡ θεότητος παρὰ τοῡ υἱοῡ λαμβάνων», Ευσ. δ. «τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ԲՈՎԱՆԴԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 507 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. Բովանդակելն, եւ բովանդակիլն՝ ըստ ամենայն նշ. որ եւ ասի ԲԱՒԱԱՆԴԱԿՈՒԹԻՒՆ.որպէս περίληψις comprehensio Պարփակումն. պարադրութիւն. պարունակումն. եւ Պարունակիչ. *Տեղի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԼՐԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0906 Chronological Sequence: Unknown date գ. συμπλήρωσις, συμπλήρωμα complementum. Լրումն միաբանական, բովանդակութիւն. *Ամենապատիւ լրակցութեան եկեղեցւոյ միաբան տօնէ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ξυμπλήρωσιν — συμπλήρωσιν , συμπλήρωσις completion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”